- χηνίτσα
- ηυποκορ. του χήνα μικρή χήνα, χηνάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χηνίτσα — Μικρό νησί στην απέναντι ακτή των Σπετσών (Κόστα Ερμιονίδας). * * * η, Ν [χήνα] μικρή χήνα … Dictionary of Greek
αλυκός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σκίρωνα, που πήρε μέρος στην εκστρατεία των Διόσκουρων εναντίον της Άφιδνας για την απελευθέρωση της αδελφής τους Ελένης. Σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στα Μέγαρα. II Αρχαία πόλη της Ερμιονίδος. Παλαιότερα τη… … Dictionary of Greek
Αλιούσσα — Μικρό νησί στον Αργολικό κόλπο που αναφέρεται και από τον Παυσανία: «Από δε Σκυλλαίου πλέοντι ως επί την πόλιν άκρατε εστίν ετέρα Βουκεφάλα και μετά την άκραν νήσοι, πρώτη μεν Αλιούσσα· παρέχεται δε αύτη λιμένα ενορμίσασθαι ναυσίν επιτήδειον·… … Dictionary of Greek